λέμνα

λέμνα
λέμνᾱ , λέμνα
star-grass
fem nom/voc/acc dual
λέμνᾱ , λέμνα
star-grass
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λέμνα — (Lemna). Γένος μικρών, φανερόγαμων, μονοκοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των λεμνιδών ή λημνιδών. Περιλαμβάνει 13 είδη που επιπλέουν σε στάσιμα ή με αργή ροή νερά. Έχουν διάφανο, φυλλοειδή, φακοειδή βλαστό, πλάτους 2 5 χιλιοστών, η επάνω… …   Dictionary of Greek

  • lemnáceo — (Derivado culto del gr. lemna, lenteja de agua.) ► adjetivo/ sustantivo femenino BOTÁNICA Perteneciente a una familia de plantas monocotiledóneas acuáticas. * * * lemnáceo, a (del gr. «lémna», lenteja de agua) adj. y n. f. Bot. Se aplica a las… …   Enciclopedia Universal

  • έλος — Φυσικογεωγραφικός όρος που χαρακτηρίζει μία επίπεδη και αβαθή έκταση, καλυμμένη από νερό που λιμνάζει. Το έ. είναι πιο ευρύ από το τέλμα, έχει καλύτερη υδρολογική δίαιτα από κάθε άλλη συγκέντρωση νερού, ενώ μέσα σε αυτό δεν μεταφέρονται φυτικά… …   Dictionary of Greek

  • ίκμη — ἴκμη, ἡ (Α) το υδρόβιο φυτό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία λέμνα η ελάσσων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ἰκμαίνω, με υποχωρητ. σχηματισμό] …   Dictionary of Greek

  • θαλλός — Βλαστικό σώμα πολυάριθμων κατωτέρων φυτικών οργανισμών (φύκη, μύκητες, λειχήνες). Ονομάζονται θαλλόφυτα, σε αντίθεση με τα κορμόφυτα, στα οποία διακρίνονται σαφώς διαφοροποιημένες οι ρίζες, ο βλαστός και τα φύλλα. Η διάκριση, αν και φαίνεται… …   Dictionary of Greek

  • φακή — Ποώδες φυτό της οικογένειας ή υποοικογένειας των ψυχανθών ή παπιλιονιδών (δικοτυλήδονα)· με το ίδιο όνομα αναφέρονται και τα εδώδιμα σπέρματα του φυτού. Η φ. έχει φύλλα φτερωτά αρτιόληκτα, με φυλλάρια ωοειδή προμήκη, μικρά· το επάκριο φυλλάριο… …   Dictionary of Greek

  • φακός — Οπτικό σύστημα από ένα οπτικό ομοιογενές διαφανές μέσο, που καταλήγει σε δυο επιφάνειες (πλευρές)· οι φ. χρησιμοποιούνται μεμονωμένοι (π.χ. μεγεθυντικοί φ.) ή ως μέρη σύνθετων οπτικών συστημάτων με σκοπό να δώσουν στον παρατηρητή μια προσιτή… …   Dictionary of Greek

  • lemnáceo — lemnáceo, a (Del gr. λέμνα, lenteja de agua, y áceo). 1. adj. Bot. Se dice de las plantas angiospermas monocotiledóneas, acuáticas y natátiles, con tallo y hojas transformadas en una fronda verde, pequeña y en forma de disco; p. ej., la lenteja… …   Diccionario de la lengua española

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”